διαρθρωτικός

διαρθρωτικός
διαρθρωτικός
explanatory
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαρθρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη διάρθρωση ή ανήκει σ’ αυτήν: Ο λόγος του παρουσιάζει διαρθρωτικά σφάλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαρθρωτικόν — διαρθρωτικός explanatory masc acc sg διαρθρωτικός explanatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρθρωτικούς — διαρθρωτικός explanatory masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρθρωτικήν — διαρθρωτικός explanatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”